κολύβριο(ν)

κολύβριο(ν)
το колибри

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολύβριο(ν)" в других словарях:

  • Ουιτσιλοποτστλί — Εθνικός θεός των Αζτέκων, που με τους χρησμούς του είχε οδηγήσει τον λαό σε διάφορες περιοδείες προς Νότο έως την οριστική εγκατάστασή του. Το όνομα σημαίνει «Κολύβριο της αριστερής», και απέδιδε ιερές ιδιότητες στο κολύβριο, ενώ με το «αριστερά» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»